- ὑπέρφατος
- ὑπέρφᾰτος1 beyond telling, incredible
ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι O. 9.65
νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον Pae. 9.15
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι O. 9.65
νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον Pae. 9.15
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
υπέρφατος — η, ον, Α άφατος, ανέκφραστος («νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φατος (< φατός < φημί), πρβλ. ἔκ φατος] … Dictionary of Greek
ὑπέρφατον — ὑπέρφατος above speech masc/fem acc sg ὑπέρφατος above speech neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)